καραβοπρόσωπον

καραβοπρόσωπον
κᾱραβοπρόσωπον , καραβοπρόσωπος
with the face of a
masc/fem acc sg
κᾱραβοπρόσωπον , καραβοπρόσωπος
with the face of a
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καραβοπρόσωπος — καραβοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδρο πρόσωπος, τερατο πρόσωπος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”